- σοκολάτα
- Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει: κακάο 30-50%, ζάχαρη 40-65%, βούτυρο του κακάου 18-30%. Άλλα μη ουσιώδη συστατικά, είναι το γάλα, συμπυκνωμένο ή σε σκόνη (σοκολάτα γάλακτος), ορισμένα αρωματικά (κανέλα, βανίλια, μοσχοκάρυδο) και αμυλούχες ουσίες.
Τα διάφορα συστατικά, αφού κονιοποιηθούν, αναμειγνύονται σε ειδικές ορθογώνιες ή στρογγυλές λεκάνες, σε θερμοκρασίες γύρω στους 80° C: όσο περισσότερο διαρκεί η διαδικασία αυτή τόσο το τελικό προϊόν αποκτά καλύτερη ποιότητα. Η ζύμη της σ. που παρασκευάζεται διοχετεύεται σε φόρμες, οι οποίες εισάγονται με μηχανικά μέσα στους ψυκτικούς χώρους. Πριν φτάσουν στο εμπόριο οι πλάκες της σ. τυλίγονται σε φύλλα κασσίτερου για να εξασφαλιστεί η διατήρησή τους.
* * *και τσοκολάτα και τσικολάτα, η, Ν1. εδώδιμο προϊόν που παρασκευάζεται κυρίως από κακάο, ζάχαρη και γάλα και απαντά σε συμπαγή μορφή ή σε σκόνη2. ρόφημα ή γλύκισμα που παρασκευάζεται από σοκολάτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. chocolate < μεξικαν. chocolatl < xocoatl, λ. τής γλώσσας Ναγουάτλ (πιθ. < xococ «πικρός, ξινός» + atl «νερό»)].
Dictionary of Greek. 2013.